αιτιαρχία

αιτιαρχία
η
αιτιοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + -αρχία < άρχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιτιαρχία — η βλ. αιτιοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • αιτιαρχικός — ή, ό [αιτιαρχία] αυτός που ανήκει η αναφέρεται στην αιτιοκρατία …   Dictionary of Greek

  • αιτιοκρατία — αιτιοκρατία, η και αιτιαρχία, η και ντετερμινισμός, ο (λ. λατιν.), φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία στον κόσμο όλα συμβαίνουν κατά τη σχέση αιτία αποτέλεσμα: Στη φύση υπάρχει απόλυτη αιτιοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”